ψυχοσσόος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A saving the soul, AP9.197 (Marin.Neap.), 15.12 (Leo Phil.).

German (Pape)

[Seite 1404] die Seele, das Leben rettend, erhaltend; ἄλκαι Ep. ad. 594 (IX, 197); ἄνθος Leo philos. (XV, 12).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοσσόος: -ον, ὁ σώζων τὴν ψυχήν, ψυχοσσόον ἄλκαρ Ἀνθ. Παλατ. 9. 197, 15. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sauve ou conserve la vie.
Étymologie: ψυχή, σόος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που σώζει την ψυχή, που διατηρεί την ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -σσόος (< σόος, επικ. τ. του επιθ. σῶος
«ασφαλής»), πρβλ. πολι-σσόος].