ὀγκητής

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

German (Pape)

[Seite 290] der Brüllende, der Schreier, bes. der Esel, nach Schaefer's Behauptung für ὀγκηστής zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀγκώμενος, δηλ. ὄνος, Ἀνθ. Π. 9. 301.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui brait.
Étymologie: ὀγκάομαι.

Greek Monotonic

ὀγκητής: -οῦ, ὁ (ὀγκάομαι), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο γάιδαρος, σε Ανθ.