γελοίων
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, v. sub γελάω.
Greek (Liddell-Scott)
γελοίων: γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, ἴδε ἐν λ. γελάω.
Greek Monotonic
γελοίων: γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, Επικ. τύποι· βλ. γελάω.