Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
[Seite 795] = προοφείλω, w. m. s.
προὐφείλω: ἴδε ἐν λ. προοφείλω.
contr. att. de προοφείλω.
Α
βλ. προοφείλω.
προὐφείλω: συνηρ. αντί προ-οφείλω.