Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
[Seite 1531] s. κυνάρα.
κύναρος, ἡ (Α)φρ. «κύναρος ἄκανθα» — αγκινάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυνάρα].