ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
A v. οὐγκία.
ὀγκία: ἴδε ἐν λ. οὐγκία.
ὀγκία, ἡ (ΑΜ)βλ. ουγγιά.