γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
[Seite 921] = Vorigem; Aesch. frg. 333 σπίδιον μῆκος ὁδοῦ, vgl. frg. 346.
-ία, -ον, Ασπιδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ- ή σπίδος(για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + κατάλ. -ιος].