σπιδής
English (LSJ)
σπιδές, gen. έος, only in διὰ σπιδέος πεδίοιο Il.11.754, which is expld. by the authorities cited in Sch.A as meaning either vast, broad, or rugged, difficult: the former interpr. is confirmed by other forms, viz. σπίδιον μῆκος ὁδοῦ A.Fr.378 (which is expld. in EM271.18 by μακρόν); σπιδόθεν, = μακρόθεν, Antim.77; σπιδνός, = πυκνός, συνεχής, πεπηγώς, and σπιδόεις, = μέλας, πλατύς, σκοτεινός, μέγας, πυκνός, Hsch.; and σπίζω, = ἐκτείνω, Sch.Ar.V.18, Eust.996.22 sq. (Ptol. Asc. and others read δι' ἀσπιδέος π., expld. either as round like a shield or covered with shields.)
German (Pape)
[Seite 921] ές, ausgedehnt, weit u. eben; διὰ σπιδέος πεδίοιο, durch das weite Blachfeld hin, Il. 11, 754, Andere lasen δι' ἀσπιδέος und nahmen ein adj. ἀσπιδής an; s. das Genauere in den Scholl.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
étendu, vaste.
Étymologie: R. Σπα, tirer ; cf. σπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπιδής -ές, bet. onzeker, missch. uitgestrekt.
Russian (Dvoretsky)
σπῐδής: широкий, обширный (πεδίον Hom.).
English (Autenrieth)
ές: broad, Il. 11.754† (v.l. ἀσπιδέος).
Greek Monolingual
-ές, Α
μακρός, εκτεταμένος («διὰ σπιδέος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά μόνο στη γεν. (πρβλ. τη φρ. της Ιλιάδας «διά σπιδέος πεδίοιο»), απ' όπου οδηγούμαστε σε έναν τ. ονομαστικής σπιδής ή, κατ' άλλη άποψη, πιο πιθανή, σπιδύς. Παρλλ. απαντούν και άλλοι συγγενείς τ.: σπίδιος, σπιδνός, σπιδόεις, σπιδόθεν, σπίζω (Ι). Οι τ. αυτοί προέρχονται είτε από θ. σπιδ- (πρβλ. σπιδνός, σπίζω [Ι]) είτε από ένα αμάρτυρο προσηγορικό σπίδος (πρβλ. σπιδόθεν, σπιδόεις) και μπορούν να συνδεθούν με λατ. spissus (< spid-tos) «πυκνός, δυσχερής, βραδύς» και λιθουαν. spintu «συναθροίζομαι». Κατά μία άποψη, από τη ρίζα τών τύπων αυτών προέρχεται, με δασύ οδοντικό ένθημα -dh- (spi-dh-), η λ. σπι-θ-αμή. Η σύνδεση, τέλος, με το ρ. σπάω δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
σπῐδής: -ές, γεν. -έος, πλατύς, ευρύς, εκτεταμένος· διὰ σπιδέος πεδίοιο, σε Ομήρ. Ιλ. (δεν απαντά πουθενά αλλού· άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σπῐδής: -ές, γεν. -έος, μόνον ἐν Ἰλ. Λ. 754, διὰ σπιδέος πεδίοιο, ὅπερ ἑρμηνύεται ὑπὸ τῶν ἐν τοῖς Ἑνετικοῖς Σχολ. μνημονευομένων ἑρμηνευτῶν ὡς σημαῖνον ἢ μέγα, ἐκτεταμένον, ἀχανὲς πεδίον, ἢ πετρῶδες, δύσκολον, τραχὺ· ἡ πρώτη ἑρμηνεία ἐπιβεβαιοῦται ἐξ ἄλλων τύπων, δηλ. σπίδον μῆκος ὁδοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 334 (ὅπερ ἑρμηνεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. διὰ τοῦ μακρόν)· σπῐδόθεν, Ἀντίμ. 74· σπινδός = πυκνός, συνεχής, καὶ σπιδόεις = πλατύς, μέγας, πυκνός, Ἡσύχ.· καὶ σπίζω = ἐκτείνω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 18, Εὐστ. 996. 22 κἑξ. (ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ριζικὸς τύπος τοῦ σπιθαμή). - Ὅθεν δυνάμεθα νὰ ἀπορρίψωμεν τὴν προτεινομένην ὑπὸ τοῦ Πτολ. Ἀσκαλ. καὶ ἄλλων διόρθωσιν, γραόντων δι’ ἀσπιδέος π. = ἀσπιδοειδοῦς, στρογγύλου· - μάλιστα τοιοῦτος τύπος ἐπὶ τοιαύτης σημασίας εἶναι ἀδύνατος· ἀλλὰ καὶ ἂν δεχθῶμεν τὴν γραφὴν ἀσπιδέος, πρέπει νὰ θεωρήσωμεν τὴν λέξιν ὡς = σπιδὴς μετ’ α εὐφωνικοῦ προτασσομένου.
Middle Liddell
σπῐδής, ές [deriv. unknown.] [Found nowhere else
wide, broad, διὰ σπιδέος πεδίοιο Il.