προσκλάομαι
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
pf. Pass. -κέκλασμαι,
A to be shattered or shivered against, X.Eq.7.6.
Greek (Liddell-Scott)
προσκλάομαι: παθ., κατασυντρίβομαι ἐπί τινος, Ξεν. Ἱππ. 7, 6.
Greek Monotonic
προσκλάομαι: Παθ., συντρίβομαι πάνω σε, σε Ξεν.