περίκομψος

Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A very subtle, ὑπόνοιαι Ar.Pax994.

German (Pape)

[Seite 580] sehr geschmückt, Ar. Pax 959.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομψος: -ον, ὁ πάνυ κομψός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 994.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très joli, très agréable.
Étymologie: περί, κομψός.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίκομψος, -ον, ΝΑ
1. κομψότατος
2. ο εξεζητημένα κομψός.

Greek Monotonic

περίκομψος: -ον, πολύ κομψός, φίνος, σε Αριστοφ.