περίκομψος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκομψος Medium diacritics: περίκομψος Low diacritics: περίκομψος Capitals: ΠΕΡΙΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: períkompsos Transliteration B: perikompsos Transliteration C: perikompsos Beta Code: peri/komyos

English (LSJ)

περίκομψον, very subtle, ὑπόνοιαι Ar.Pax994.

German (Pape)

[Seite 580] sehr geschmückt, Ar. Pax 959.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très joli, très agréable.
Étymologie: περί, κομψός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-κομψος -ον heel subtiel.

Russian (Dvoretsky)

περίκομψος: изящный, тонкий (αἱ ὑπόνοιαι Arph.).

Greek Monolingual

-η, -ο / περίκομψος, -ον, ΝΑ
1. κομψότατος
2. ο εξεζητημένα κομψός.

Greek Monotonic

περίκομψος: -ον, πολύ κομψός, φίνος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομψος: -ον, ὁ πάνυ κομψός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 994.

Middle Liddell

περίκομψος, ον,
very elegant, exquisite, Ar.