Ἀκροκόρινθος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek (Liddell-Scott)
Ἀκροκόρινθος: ὁ, ἡ ἀκρόπολις τῆς Κορίνθου, Εὐρ. Ἀποσπ. 1069, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
l’Acrocorinthe, citadelle de Corinthe.
Étymologie: ἄκρος, Κόρινθος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ acrópolis de Corinto, Acrocorinto E.Fr.1084, X.HG 4.4.4, Plu.Cleom.16.4.
Greek Monotonic
Ἀκροκόρινθος: ὁ, η ακρόπολη της Κορίνθου, σε Ευρ., Ξεν.