μοίχιος
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
α, ον, = foreg.,
A λέκτρα AP5.301.7 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 199] = Vorigem, λέκτρα, Agath. 3 (V, 302).
Greek (Liddell-Scott)
μοίχιος: -α, -ον, μοιχικός, Ἀνθ. Π. 5. 302.
Greek Monolingual
μοίχιος, -ία, -ον (Α) μοιχός
μοιχικός, αυτός που σχετίζεται με πράξη μοιχείας ή που γεννήθηκε με μοιχεία.