ἐπισυμβαίνω

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

   A happen besides, supervene, Arist.Rh.Al.1426a6, APr.64b30 ; ἐπισυνέβη, c. acc. et inf., J.AJ15.7.10 ; τὰ -οντα ἀρρωστήματα Jul.Ep.75b, cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.15.    II come into existence afterwards, S.E.M.9.371,11.130.    2 c. dat., ὃ ἂν γενομένῃ τῇ οὐσίᾳ ἐπισυμβῇ Plot.6.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυμβαίνω: συμβαίνω πρὸς τοῖς ἄλλοις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 2, Ἀν. Πρβλ. 2. 16, 1. ΙΙ. ἐπιγίγνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 371, πρβλ. 373.

Greek Monolingual

(AM ἐπισυμβαίνω)
συμβαίνω κατόπιν, επακολουθώ
αρχ.
δημιουργούμαι μετά από κάποιον άλλο.