αἰγίλιψ

Revision as of 17:21, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[γῐ], ῐπος, ὁ, ἡ, (expl. by Gramm. from αῐξ, λείπω, cf. Sch. Il.9.15)

   A destitute even of goats, hence, steep, sheer, πέτρη Il.9.15, al. (not in Od.), A.Supp. 794 (lyr.), Lyc.1325; also in form αἰγίλιπος, Hsch. (Perh. cognate with Lith.lipti `climb'.)

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίλιψ: [γῐ], ῐπος, ὁ, ἡ, ἴσως ἐκ τοῦ αἴξ, λείπω = ἐγκαταλελειμμένος καὶ ὑπὸ αἰγῶν ἔτι· ἑπομέν. = κρημνώδης, ὄρθιος· πέτρη, Ἰλ. Ι. 15 καὶ ἀλλ., (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· προσέτι καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Ἱκ. 794 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ιπος (ὁ, ἡ)
escarpé.
Étymologie: αἴξ, R. Λιπ- peut-être apparentée avec lith. lipti « grimper ».

English (Autenrieth)

precipitous; πέτρη, Ι 1, Il. 16.4.

Greek Monotonic

αἰγίλιψ: [γῐ], -ῐπος, ὁ, ἡ (αἴξ, λείπω), εγκαταλελειμμένος ακόμη κι απ' τα κατσίκια, απ' όπου· απότομος, κρημνώδης· πέτρη, σε Ομήρ. Ιλ.