ἐπισκώπτω

Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A laugh at, make fun of, τινά X.Mem.4.4.6; τι ib.3.11.16; τινὰ ὡς... ὅτι . ., Pl.Euthphr.11c, X.Smp.1.5; εἴς τι Plu.Lyc.30; cast in one's teeth, τινὶ τὴν δεισιδαιμονίαν J.Ap.1.22:—Pass., πρός τινων Gal.6.307.    2. abs., jest, make fun, Ar.Ra.375; ἔφη ἐπισκώπτων X.Mem.1.3.7.

German (Pape)

[Seite 980] dabei scherzen, spotten, verbunden mit παίζω u. χλευάζω, Ar. Ran. 375; ἔφη ἐπισκώπτων, indem er scherzend hinzufügte, Xen. Mem. 1, 3, 7; verspotten, necken, τινά, Plat. Euthyph. 11 c; Xen. Mem. 4, 4, 6 u. Sp., wie Plut. Them. 5; τί, sich über Etwas lustig machen, Xen. Mem. 3, 11, 16, wie Luc. conscr. hist. 32; εἴς τι, auf Etwas, Plut. Lyc. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκώπτω: σκώπτω ἐπί τινι, ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, τινὰ Πλάτ. Εὐθύφρων 11C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 6· τι αὐτόθι 3. 11, 16, Συμπ. 1, 5, καὶ συχν. ὡς διάφ. γραφ. ἐπικόπτω· εἴς τι Πλουτ. Λυκόφρ. 30. 2) ἀπολ., παιδιᾷ χρῶμαι, παίζω, ἀστεΐζομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 375· ἔφη ἐπισκώπτων Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

se moquer, railler : τινα se moquer de qqn ; τι, εἴς τι de qch.
Étymologie: ἐπί, σκώπτω.

Greek Monolingual

ἐπισκώπτω (Α)
1. κοροϊδεύω, περιγελώ
2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῑς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»].

Greek Monotonic

ἐπισκώπτω: μέλ. -ψω, περιγελώ, ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω, εμπαίζω, περιπαίζω, τινά, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., αστειεύομαι, «παίρνω στο ψιλό», κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.· ἐπισκώπτων, αστειευόμενος, σε Ξεν.