διϊστάνω
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
A = διΐστημι, Phld.Mort.27; τὴν φιλίαν D.S.19.46; τὸ πλῆθος App.Hisp.36:—also διϊστάω, D.T.642.31, Lyd.Mag.3.54.
Spanish (DGE)
1 tr. separar, distender ν[όσου] ... π[υ] κ[νούσ] ης ἀσυμμέτρως τὰ μ[έλη τ] ῶν ζῴ[ων] ἢ διϊστανούσης aunque la enfermedad comprima o separe de modo asimétrico los cuerpos de los seres vivos Phld.Mort.8.10
•romper, quebrar τὴν φιλίαν D.S.19.46.
2 intr. apartarse, separarse προσέταξε τοῖς ὑπηρέταις διαστῆσαι τὸ πλῆθος· οἱ μὲν δὴ διίστανον App.Hisp.36, en v. med. mismo sent. τὰ μέρη τοῦ λόγου ... οὐκ ἐκ συνθέσεως διιστανόμενα A.D.Synt.311.20.