Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
adv.1 péniblement;2 méchamment;Cp. μοχθηροτέρως.Étymologie: μοχθηρός.