λιπαρόχρως
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
Greek Monolingual
λιπαρόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
λιπαρόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»].
Greek Monotonic
λῐπᾰρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.