λιπαρόχρως

From LSJ
Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

λιπαρόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
λιπαρόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»].

Greek Monotonic

λῐπᾰρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.