Πελασγίς

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
c. Πελασγικός, Πελάσγιος.

Greek Monolingual

-ίδος και Πελασγιάς, -άδος, ή, Α
1. Πελασγική
2. προσωνυμία της Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και της Δήμητρος στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα -ίς, -ίδος].