κεκάλυμμαι

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

French (Bailly abrégé)

v. καλύπτω.

Greek Monotonic

κεκάλυμμαι: Παθ. παρακ. του καλύπτω· κεκάλυπτο, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκᾰμον, Επικ. αόρ. βʹ του κάμνω· κεκάμω, υποτ.· γʹ πληθ. κεκάμωσι.