ἄθροισις
English (LSJ)
Att. ἅθρ-, εως, ἡ,
A gathering, collecting, στρατοῦ E.Hec. 314; χρημάτων Th.6.26; αἱ τῶν νεφῶν ἀ. Arist.Mete.340a31; λόγων Porph.Abst.1.29; κατ' ἄθροισιν λέγειν collectively, Hermog.Id.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθροισις: -εως, ἡ, συνάθροισις, συλλογή, στρατολογία, στρατοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 314· χρημάτων, Θουκ. 6. 26· αἱ τῶν νεφῶν ἀ., Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16.
French (Bailly abrégé)
v. ἅθροισις.
Greek Monotonic
ἄθροισις: -εως, ἡ, συνάθροιση, συγκέντρωση, στρατολογία· στρατοῦ, σε Ευρ.· χρημάτων, σε Θουκ.