στρατολογία
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ἡ, raising, levying an army, D.H.6.44, Hermog. Prog.10, PLips.54.10,13 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 952] ἡ, das Sammeln eines Heeres, das Soldatenwerben, D. Hal. 6, 44 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτολογία: ἡ, ἐγγραφή, σύναξις στρατοῦ, Διον. Ἁλ. 6. 44, κτλ.· - ὡσαύτως, στρᾰτολόγησις, ἡ, Βυζ.· - στρατολόγιον, τό, ἱερὸν Γερμ. Κων/πόλεως σ. 737 ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ στρατολογῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό
νεοελλ.
1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών στρατιωτικών τους υποχρεώσεων και η κλήση εφέδρων για την εκπλήρωση της εφεδρικής στρατιωτικής υποχρέωσής τους
2. μτφ. α) συγκέντρωση συνεργατών ή οπαδών
β) προσχώρηση σε οργάνωση ή σε κόμμα
3. στρ. α) το σύνολο τών μέτρων με τα οποία ρυθμίζεται η στρατιωτική υποχρέωση τών ανδρών και, σε μερικές χώρες και τών γυναικών, όταν φθάνουν σε ορισμένη ηλικία
β) υπηρεσία σχετική με τη στράτευση, ειδική στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία που κατατάσσει νεοσύλλεκτους σε διάφορες στρατιωτικές μονάδες
4. φρ. «στρατολογία εργατών» — η πρόσληψη εργατών με συμβόλαιο για την παροχή πολυετούς συνήθως υπηρεσίας που γίνεται σε υποανάπτυκτες χώρες για την εξασφάλιση εργατικών χεριών που απασχολούνται σε ορυχεία, φυτείες κ.ά. έργα.