πρώταρχος

Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A primal, ἄτη A.Ag.1192.

German (Pape)

[Seite 804] zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.

Greek (Liddell-Scott)

πρώταρχος: ὁ, ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχικός, πρ. ἄτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui marque le commencement d’une chose.
Étymologie: πρῶτος, ἄρχω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ
ο πρώτος, ο αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -αρχος].

Greek Monotonic

πρώταρχος: ὁ, πρώτος, αρχικός, πρ. ἄτα, σε Αισχύλ.