ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
[Seite 1401] ion. = κάθημαι, Her.
κάτημαι: Ἰων. = κάθημαι.
ion. c. κάθημαι.
κάτημαι: Ιων. αντί κάθημαι.
κάτημαι: ион. = κάθημαι.