κακίων

From LSJ
Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

German (Pape)

[Seite 1298] ον, compar. zu κακός; ι ist bei Hom. u. Ep. kurz, bei den attischen Dichtern lang.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκίων: κάκιστος, ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ κακός.

French (Bailly abrégé)

Cp. de κακός.

Greek Monolingual

κακίων, -ον (Α)
συγκριτ. του κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, ηδ-ίων)].

Greek Monotonic

κᾰκίων: κάκιστος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του κακός.