ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἑστάμεν: -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ ἵστημι· ἀλλά, ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
ἑστάμεν: -άμεναι[ᾰ],·I. Επικ. αντί ἑστάναι, συγκόπτ. απαρ. παρακ. του ἵστημι·II. αλλά, ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.