περίσφαλσις

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσφαλσις Medium diacritics: περίσφαλσις Low diacritics: περίσφαλσις Capitals: ΠΕΡΙΣΦΑΛΣΙΣ
Transliteration A: perísphalsis Transliteration B: perisphalsis Transliteration C: perisfalsis Beta Code: peri/sfalsis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ,

   A causing to slip round, ἐμβολὴ ἐκ π. in reduction of a dislocation, Id.Mochl.15, cf. Art.25.

German (Pape)

[Seite 595] ἡ, das Umwerfen, Um schlagen, Umfallen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

περίσφαλσις: -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491.

Greek Monolingual

-άλσεως, ἡ, Α περισφάλλω
1. σκόνταμμα, πέσιμο
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα.