ἀρρητοποιός
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
όν,
A practising such vice, Anon.in EN172.29. II pedantically, celebrating mysteries, Luc.Lex.10.
Spanish (DGE)
-όν
1 que practica un vicio obsceno o vergonzoso Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί Sch.Ar.Eq.1287, cf. Anon.in EN 172.29, Hsch.
2 que celebra misterios Luc.Lex.10.
Greek Monolingual
ἀρρητοποιός, -όν (Α) αρρητοποιώ
1. αυτός που λαμβάνει μέρος σε μυστήρια, ο μύστης
2. αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.