παρασπασμός

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ὁ,

   A drawing sideways, [μήτρας] Placit.5.13.1, cf. Aët.16.72.

German (Pape)

[Seite 499] ὁ, das Verzichen, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπασμός: ὁ, τὸ ἀποσπᾶν τι πλαγίως, ἀφαιρεῖν, Πλούτ. 2. 906F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
traction de côté.
Étymologie: παρασπάω.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρασπώ
πλάγια απόσπαση ή αφαίρεση.