παρασπώ
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
-άω, Α
1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια
2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου
3. μτφ. αποσπώ
4. μέσ. παρασπώμαι
αποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου
5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεσπασμένος
μτφ. (σχετικά με κύκλο παρατηρούμενο από τα πλάγια) εξωθημένος μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σπῶ (πρβλ. κατασπώ].