παρασπώ

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια
2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου
3. μτφ. αποσπώ
4. μέσ. παρασπώμαι
αποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου
5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεσπασμένος
μτφ. (σχετικά με κύκλο παρατηρούμενο από τα πλάγια) εξωθημένος μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σπῶ (πρβλ. κατασπώ].