ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ἀναλόγως: ἴδε ἀνάλογος, ἐν τέλει.
adv.en rapport avec.Étymologie: ἀνάλογος.