ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.
f. de παροράω.
παρόψομαι: μέλ. του παροράω.