δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
part. de ἔτυχον, ao.2 de τυγχάνω.
ο, ΝΜΑβλ. τυγχάνω.
τῠχών: μτχ. αορ. βʹ του τυγχάνω.