κηρόπισσος

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ὁ,

   A wax-pitch, an ointment, Hp.Morb.2.18, cf. Gloss.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, Wachspech, Salbe aus Wachs u. Pech (πίσσα), welche die Aerzte brauchten und womit sich die Fechter bestrichen, Hippocr. S. auch πισσόκηρος.

Greek (Liddell-Scott)

κηρόπισσος: ὁ, ἀλοιφή τις ἐκ κηροῦ καὶ πίσσης, Ἱππ. 467. 42· πρβλ. πισσόκηρος.

Greek Monolingual

κηρόπισσος, ὁ (Α)
αλοιφή από κερί και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πίσσα.