πισσόκηρος
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
ὁ, a kind of propolis, with which bees line their hives, Arist.HA624a17, Plin.HN11.16.
German (Pape)
[Seite 619] ὁ, Wachsharz, mit dem die Bienen ihre Stöcke ausschmieren, Arist. H. A. 9, 40.
Russian (Dvoretsky)
πισσόκηρος: ὁ смолистый воск Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πισσόκηρος: ὁ κηρὸς μελισσῶν δι’ οὗ αὗται χρίουσιν ἐσωτερικῶς τὰς ἑαυτῶν κυψέλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Πλίν. 11. 8.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος ρητινώδους κεριού με το οποίο οι μέλισσες χρίουν εσωτερικώς τις κυψέλες τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κηρός (πρβλ. κηρόπισσος)].