πισσόκηρος

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσόκηρος Medium diacritics: πισσόκηρος Low diacritics: πισσόκηρος Capitals: ΠΙΣΣΟΚΗΡΟΣ
Transliteration A: pissókēros Transliteration B: pissokēros Transliteration C: pissokiros Beta Code: pisso/khros

English (LSJ)

ὁ, a kind of propolis, with which bees line their hives, Arist.HA624a17, Plin.HN11.16.

German (Pape)

[Seite 619] ὁ, Wachsharz, mit dem die Bienen ihre Stöcke ausschmieren, Arist. H. A. 9, 40.

Russian (Dvoretsky)

πισσόκηρος:смолистый воск Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πισσόκηρος: ὁ κηρὸς μελισσῶν δι’ οὗ αὗται χρίουσιν ἐσωτερικῶς τὰς ἑαυτῶν κυψέλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Πλίν. 11. 8.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος ρητινώδους κεριού με το οποίο οι μέλισσες χρίουν εσωτερικώς τις κυψέλες τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κηρός (πρβλ. κηρόπισσος)].