πλῆντο

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλῆντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. τοῦ τε πίμπλημι καὶ τοῦ πελάζω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de πίμπλημι.

English (Autenrieth)

see (1) πίμπλημι.—(2) πελάζω.

Greek Monotonic

πλῆντο: γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του πίμπλημι και του πελάζω.