Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
[Seite 1215] aor. II. zu θρώσκω.
inf. ao.2 de θρῴσκω.
θορεῖν: απαρ. αορ. βʹ του θρῴσκω· -θόρε, Επικ. αντί ἔθορε, γʹ ενικ.