ἀμφέλικτος

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

German (Pape)

[Seite 133] ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφέλικτος: ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.

Greek Monolingual

ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφελίσσω
(ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.