εως (ὁ, ἡ)qui se tient près de la cité, qui protège la cité.Étymologie: ἄγχι, πτόλις.
v. ἀγχίπολις.
ἀγχίπτολις: -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί ἀγχίπολις, αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί πολύ κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.