ἀβλαστής
From LSJ
German (Pape)
[Seite 3] ές, bes. Theophr., nicht oder schlecht keimend; ἀβλαστῆ γίγνεσθαι, nicht keimen können; Plut. verb. ἄκαρπος καὶ ἀβλαστὴς διαμένει πρὸς ἀρετήν, da audit. 2.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no echa follaje ἄκαρπα ... καὶ ... ἀβλαστῆ γίνεται Thphr.HP 2.2.8
•de la semilla que no germina Thphr.HP 8.11.7.
2 improductivo, estéril ἐδάφη Thphr.CP 2.4.1, τόποι Gp.9.9.4
•fig. ἀ. πρὸς ἀρετήν Plu.2.38c, πλοῦτος Them.Or.18.221d.