Ἀλεξανδρῖνος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek (Liddell-Scott)
Ἀλεξανδρῖνος: -η, -ον, ὁ ἐξ Ἀλεξανδρείας, Πολύβ. 34, 8, 7, Στράβ. 13. 1, 36, Πράξ. Ἀποστ. κηϳ, 11, κζϳ, 6, Διογ. Λ. 7. 18.
English (Strong)
from the same as Ἀλεξανδρεύς; Alexandrine, or belonging to Alexandria: of Alexandria.