ἀμπελοεργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀμπελουργός, AP 6.56 (Maced.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοεργός: ὁ, = ἀμπελουργός, Ἀνθ. Π. 6. 56.
Greek Monotonic
ἀμπελοεργός: ὁ = ἀμπελουργός, σε Ανθ.
Full diacritics: ἀμπελοεργός | Medium diacritics: ἀμπελοεργός | Low diacritics: αμπελοεργός | Capitals: ΑΜΠΕΛΟΕΡΓΟΣ |
Transliteration A: ampeloergós | Transliteration B: ampeloergos | Transliteration C: ampeloergos | Beta Code: a)mpeloergo/s |
ὁ,
A = ἀμπελουργός, AP 6.56 (Maced.).
ἀμπελοεργός: ὁ, = ἀμπελουργός, Ἀνθ. Π. 6. 56.
ἀμπελοεργός: ὁ = ἀμπελουργός, σε Ανθ.