-ῶ :seul. prés. et impf;c. ἀναρρίπτω.
(ϝρίπτω), ἀνα-ρρίπτω, ipf. ἀνερρίπτουν, aor. ἀνέρριψα: fling up, ἄλα πηδῷ, of vigorous rowing; without πηδῷ, Od. 10.130. (Od.)