ἀναρρίπτω
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
(also ἀναρριπτέω Od.13.78, Hdt.7.50, Th.4.95, etc.),
A throw up, ἀναρρίπτω ἅλα πηδῷ, i.e. row with might and main, Od.7.328; without πηδῷ, οἱ δ' ἅλα πάντες ἀνέρριψαν 10.130; of a boar tossing a dog, X.Cyn.10.9; ἀναρρίπτω τὴν κόνιν = raise the dust, of the bison, Arist.HA630b5; ἀναρρίπτω ὑπὲρ τὴν κεφαλήν Plu.Aem.20.
II ἀναρρίπτω κίνδυνον, metaph. from dicing, stand the hazard of a thing, run a risk, Hdt.7.50, Th.4.85, 95; τὸν περὶ ὀστράκου κίνδυνον Plu.Nic.11; τὸν ὑπὲρ τῆς ἡγεμονίας καὶ τοῦ σώματος κίνδυνον Id.Dem.20; διὰ μιᾶς μάχης τὸν περὶ τῆς πατρίδος κύβον ἀ. Id.Brut.40: with κίνδυνον omitted, ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναρρίπτειν = throw for one's all, stake one's all, Th.5.103; ἀναρρίπτω μάχην = risk a battle, Plu.Caes.40, etc.; also πρὸς ἕνα κίνδυνον τὸ πᾶν ἀ. Id.Arat.5:—Pass., ἀνερρίφθω κύβος = let the dice be thrown, jacta sit alea, Men.65, cf. Ar.Fr.673, Plu. Caes. 32.
III set in motion, stir up, στάσιν D.H.10.17 codd. (prob. -ερρίπιζον).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀναρριπτέω Hdt.7.50, Th.4.95
1 levantar batiendo ἅλα πηδῷ Od.7.328
•abs. remar οἱ δ' ἅμα πάντες ἀνέρριψαν Od.10.130
•levantar al aire κρήνη ... ἀναρρίπτει ὕδωρ εἰς ὕψος Arist.Mir.834b8 τὴν κόμην Call.Fr.193.35, de un bisonte τὴν κόνιν Arist.HA 630b5
•voltear el jabalí a un perro, X.Cyn.10.9, ὑπὲρ κεφαλῆς τὰ σώματα Plu.Aem.20.
2 esp. c. κύβον tirar el dado, jugar, fig. jugarse διὰ μιᾶς μάχης ἀναρρῖψαι τὸν περὶ τῆς πατρίδος κύβον jugarse la patria a los dados en una sola batalla Plu.Brut.40, en v. pas. ἀνερρίφθω κύβος la suerte está echada Men.Fr.59.4, Plu.Caes.32, cf. Ar.Fr.673
•c. κίνδυνον: κινδύνους correr riesgos, arriesgarse Hdt.7.50, Th.4.85, 95, τὸν περὶ ὀστράκου κίνδυνον Plu.Nic.11, τὸν ὑπὲρ τῆς ἡγεμονίας καὶ τοῦ σώματος ... κίνδυνον Plu.Dem.20, πρὸς ἕνα κίνδυνον ... τὸ πᾶν ἀναρρῖψαι arriesgarlo todo a una sola jugada Plu.Arat.5, ἀναρρῖψαι μάχην = arriesgarse a la batalla Plu.Caes.40, ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναρριπτοῦσι se juegan el todo por el todo Th.5.103.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναρρίψω, ao. ἀνέρριψα, etc.
lancer en l'air : ἀν. ἅλα πηδῷ OD ou simpl. ἀν. ἅλα OD faire jaillir l'eau de la mer avec la rame ; τὸν κύβον περί τινος ἀναρρίπτειν PLUT risquer (litt. lancer) le dé pour le succès d'une personne ou d'une entreprise ; ἀνερρίφθη ὁ κύβος « alea jacta est » ; ἀν. κίνδυνον HDT ou simpl. ἀν. THC courir un risque ; περί τινος ou ὑπέρ τινος PLUT pour qch.
Étymologie: ἀνά, ῥίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρρίπτω: ὡσαύτως -ριπτέω· ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος τοῦ ἐνεστ. εὕρηται ἐν Ὀδ. Ν. 78, Ἡροδ. 7. 50, Θουκ. 4. 95, κτλ.: (ἴδε ῥίπτω). Ρίπτω πρὸς τὰ ἄνω, ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί, καὶ κοῦροι ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ, καὶ νεανίσκοι ν’ ἀναρρίπτωσι τὴν θάλασσαν διὰ τῆς κώπης, δηλ. νὰ κωπηλατῶσι μετὰ σθένους καὶ ὁρμῆς, Ὀδ. Η. 328· ὡσαύτως καὶ ἄνευ τοῦ πηδῷ, οἱ δ’ ἅλα (κοινὴ γραφ. ἅμα) πάντες ἀνέρριψαν Κ. 130· ἐπὶ κάπρου ἀνατινάσσοντος κύνα, Ξεν. Κυν. 10, 9· ἀναρρίπτει τὴν κόνιν, περὶ τοῦ βονάσου, ἀγρίου βοὸς τῆς Παιονίας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 5· ἀν. ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Αἰμίλ. 20 ΙΙ. ἀν. κίνδυνον, φράσις εἰλημμένη ἐκ τοῦ παιγνιδίου τῶν κύβων, ἀναλαμβάνω τὸν κίνδυνον πράγματός τινος, ἐκθέτω ἐμαυτὸν εἰς τὸν κίνδυνον, διακινδυνεύω τι, Ἡρόδ.7. 50, Θουκ. 4. 85, 95, ἴδε Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 149· περὶ ἢ ὑπέρ τινος, Πλουτ. Νικ. 11, Δημ. 20· διὰ μιᾶς μάχης τὸν περὶ τῆς πατρίδος κύβον ἀν. Πλουτ. Βροῦτ. 40· ἀλλ’ ἡ λέξις κίνδυνος κατήντησε νὰ παραλείπεται, ὡς τοῖς δ’ ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναρριπτοῦσι εἰς δὲ τοὺς διακυβεύοντας πᾶν ὅ,τι ἔχουσι, Θουκ. 5. 103· παρὰ μεταγεν. πεζοῖς ἄλλη αἰτ. προσετίθετο, αὐτὸς μὲν γὰρ εὐλαβῶς εἶχε Πομπήϊος ἀναρρῖψαι τὴν μάχην περὶ τηλικούτων Πλουτ. Καῖσ. 40, κτλ.: ὡσαύτως, τὸ πᾶν πρὸς ἕνα κίνδυνον ἀν. ὁ αὐτ. Ἄρατ. 5: - Παθ., ἀνερρίφθω κύβος, jacta sit alea, Μένανδ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 545, Πλουτ. Καῖσ. 32: - ἴδε ῥίπτω 6, παραρρίπτω 1, ῥιψοκίνδυνος. ΙΙΙ. κινῶ, ὑποκινῶ, στάσιν Διον. Ἁλ. 10.17.
German (Pape)
[Seite 206] in die Höhe werfen, Od. 7, 328 ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ (vgl. das Vor.), das Meer mit dem Ruder in die Höhe werfen, d. i. rudern; 10, 130 οἱ δ' ἅλα πάντες ἀνέρριψαν, v.l. οἱ δ' ἅμα u. οἱ δ' ἄρα, s. Scholl.; τοὺς τροχούς, ὅσον ἔδει ῥίπτειν ὕψος Xen. Conv. 2, 8; dah. mit einem vom Würfelspiel hergenommenen Ausdruck, vgl. Plut. Caes. 32 Pomp. 60, ἀνεῤῥίφθω κύβος, alea jacta est, s. Paroem. App. 1, 28; κίνδυνον, sichin eine Gefahr stürzen, Her. 7, 50; Thuc. 4, 95. 6, 13; ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον, alles aufs Spiel setzen, 5, 103; μάχην, es auf das Glück einer Schlacht ankommen lassen, Plut. Caes. 40; τὸν περὶ πατρίδος κύβον διὰ μάχης ἀναῤ. Brut. 40, u. ohne Zusatz, ἐπ'ἀλλοτρίοις ἀναῤῥῖψαι, sich in Gefahrstürzen, Paus.; vgl. Luc. Hermot. 28. Bei D. Hal. 10, 17 στάσιν ἀναῤῥίπτεις, einen Aufruhr erregen.
Greek Monolingual
και -χνω (AM ἀναρρίπτω) (Α ποιητ. ἀναρριπτέω)
1. ρίχνω κάτι προς τα επάνω
2. φρ. «ἀνερρίφθω ὁ κύβος» — ας ληφθεί η απόφαση
ας διακινδυνεύσουμε τα πάντα
νεοελλ.
1. ρίχνω πέρα ή πίσω, ρίχνω για προφύλαξη
αρχ.
1. εκτοξεύω
2. θέτω σε κίνηση, υποκινώ (μτφ. από το παιχνίδι τών κύβων)
3. αναρρίπτω (κίνδυνον)
διακινδυνεύω κάτι, ριψοκινδυνεύω.
Greek Monotonic
ἀναρρίπτω: και -ριπτέω, μέλ. -ρίψω·
I. ρίχνω προς, ἀν. ἅλα πηδῷ, αναταράσσω τη θάλασσα με το κουπί, δηλ. κωπηλατώ με σθένος και δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης χωρίς το πηδῷ, οἱ δ' ἅλα πάντες ἀνέρριψαν, στον ίδ.
II. ἀν. κίνδυνον, φράση από το παιχνίδι με τους κύβους, διακινδυνεύω κάτι, αναλαμβάνω τον κίνδυνο κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ., Θουκ.· περί ή ὑπέρ τινος, σε Πλούτ.· επίσης χωρίς το κίνδυνον, ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναρρίπτειν, διακινδυνεύοντας όλα του τα υπάρχοντα, σε Θουκ.· με δεύτερη αιτ., ἀν. μάχην, διακινδυνεύω τη μάχη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to throw up, ἀν. ἅλα πηδῶι to throw up the sea with the oar, i. e. row with might and main, Od.; also without πηδῶι, οἱ δ' ἅλα πάντες ἀνέρριψαν Od.
II. ἀν. κίνδυνον, a phrase from the game of dice, to run the hazard of a thing, run a risk, Hdt., Thuc.; περί or ὑπέρ τινος Plut.;— also without κίνδυνον, ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναρρίπτειν to throw for one's all, stake one's all, Thuc.; with a second acc. ἀν. μάχην to hazard a battle, Plut.
Lexicon Thucydideum
in aleam dare, to risk, stake, 5.103.1,
κίνδυνον, periculum subire, to undergo danger, 4.85.4 [ubi plerique codd. where most manuscripts ἀπορρ.]. 4.95.2. 6.13.1.