ἀρτιότης
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A soundness, entireness, Arr.Epict.1.22.12, Gal. Thras.12, Stob.2.7.7a. 2 of numbers, evenness, opp. περιττότης, Arist.Metaph.1004b11.
German (Pape)
[Seite 362] ητος, ἡ, die Vollständigkeit, der unversehrte Zustand, D. L.; Ggstz πήρωσις, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιότης: -ητος, ἡ, ὁλοκληρία, ἀκεραιότης Λατ. integritas Στοβ. Ἐκλογ. 1. 144. 2) τὸ ἄρτιον ἀριθμοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιττότης, Ἀριστ. Μεταφ. 3. 2, 18.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 integridad física ὑγίεια καὶ ἀ. καὶ ζωή Arr.Epict.1.22.12, cf. Chrysipp.Stoic.3.31, Gal.5.827, εἰς τὴν τοῦ σώματος καὶ εἰς τὴν ψυχῆς ἀρτιότητα Augustus en Suet.Claud.4.
2 cualidad de par, paridad Arist.Metaph.1004b11, Io.Diac.452.