βακέλας

Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 427] ὁ, = folgdm; Alcm. bei Plut. de exil. 2 Alex. Aet. 3 (VII, 709), emend. für μακέλας.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
dor. c. βάκηλος.

Spanish (DGE)


eunuco de rango sacerdotal en Sardes κερνᾶς ἦν τις ἂν ἢ β. χρυσοφόρος Alex.Aet.9.2 (cf. βάκηλος).

Greek Monotonic

βακέλας: ὁ, ευνούχος στην υπηρεσία της Κυβέλης, σε Ανθ., Λουκ.