γιγαντολέτωρ
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α)
ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας(-αντος) + -ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (-αντος) + -ολέτης < ολέτης < όλλυμι].