γιγαντολέτης

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek (Liddell-Scott)

γῐγαντολέτης: -ου, ὁ τοὺς γίγαντας φονεύων, καταστρέφων, ὄνομα τοῦ Διονύσου καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 524, 525· -ολέτωρ, ορος, ὁ, Λουκ. Τίμ. 4· θηλ.-ολέτειρα καὶ -ολέτις, -ιδος, Σουΐδ., Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 8.

Russian (Dvoretsky)

γῐγαντολέτης: ου ὁ истребитель гигантов
1 эпитет Зевса Luc.;
2 эпитет Аполлона и Вакха Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γιγαντολέτης -ου, ὁ γίγας, ὄλλυμι doder van de Giganten (Zeus).