δεισιδαιμόνως
From LSJ
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un sentiment religieux.
Étymologie: δεισιδαίμων.
Greek Monolingual
δεισιδαιμόνως επίρρ. (Α) δεισιδαίμων
με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο.